εκπιπτω

εκπιπτω
    ἐκπίπτω
    ἐκ-πίπτω
    (fut. ἐκπεσοῦμαι, aor. 2 ἐξέπεσον, pf. ἐκπέπτωκα; часто как pass. к ἐκβάλλω См. εκβαλλω)
    1) выпадать, спадать, падать
    

(χειρός τινι, δίφρου Hom.; ἀντύγων ἄπο Eur.; ἐκ τοῦ τρήματος Arph.; ὀδόντες ἐκπίπτουσιν Arst.)

    αἱ ἀπὸ τοῦ κέντρου γραμμαὴ κατὰ κῶνον ἐκπίπτουσαι Arst. — линии, расходящиеся конусом из центра

    2) быть выбрасываемым (на берег волнами)
    

(Hom. - in tmesi; εἰς γῆν τένδε Eur.; πρὸς τέν χώραν Plat.)

    ἐξέπεσεν ἐς τὸν Ναυπακτίων λιμένα Thuc.(тело Тимократа) прибило волнами к Навпактийскому порту;
    οἱ ἐκπίπτοντες Xen.(потерпевшие кораблекрушение и) выброшенные на берег

    3) капать, выделяться
    

(ἐξ αἰγείρων ἐκπίπτει τὸ ἤλεκτρον Arst.)

    4) отпадать, отклоняться
    

(ἐκ τοῦ ἐπιτηδεύματός τινος Plat.)

    ἐκπεσεῖν ἐκ τῆς ὁδοῦ Xen. и τῆς ὁδοῦ Plut. — сбиться с пути

    5) воен. делать вылазку, идти в наступление, нападать
    

(οἱ πολέμιοι ἐκπίπτοντες Her., Xen. - ср. 13; ἐκπεσόντες ξίφη ἔχοντες Xen.; εἰς τὰς εὐρυχωρίας ἐκπεσεῖν Polyb.)

    ἐξέπεσε διώκων Plut. — он бросился в погоню

    6) устремляться, выбегать
    

(τῆς ἀγορᾶς δρόμῳ Plut.)

    7) убегать
    

(Ἀθήναζε Thuc.; πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Xen.)

    8) прорываться
    

ἀκουσίως ἐκπίπτουσα φωνή Plut. — невольно сорвавшееся слово

    9) терпеть неудачу
    

(τραγῳδία ἐκπίπτει Arst.; ἐκπίπτοντες ὑπόμισθοι τραγῳδοῦντες Luc.)

    ἐκπεσὼν οἰχήσεται Plat. — ему предстоит провал;
    ἐξέπεσε τοῦ δράματος Plut. — его драма провалилась;
    ἐκπέπτωκεν ὅ λόγος NT. — слово не сбылось

    10) впадать, оказываться
    

εἰς λήθην τινὸς ἐκπεσεῖν Aeschin. — забыть о чем-л.;

    εἴς τινα παροινίαν ἐκπεσεῖν Plut. — впасть в некое состояние опьянения

    11) лишаться власти, быть свергаемым
    

(πρός τινος Aesch., Soph.)

    12) быть лишаемым, лишаться
    

(τυραννίδος Aesch.; τῆς φιλίας τινός Plut.)

    ἐκπεπτωκὼς ἐκ τῶν ἐόντων Her. — потерявший состояние, впавший в нищету;
    ἀπὸ τῶν ὑπαρχουσῶν ἐλπίδων ἐ. Thuc. — лишиться своих надежд;
    ἐκπεσεῖν ἐκ τῆς δόξης Isocr. — лишиться (былой) славы;
    τοῦ φρονεῖν ἐ. Plut. — терять рассудок;
    τοῦ θράσους ἐκπεσεῖν Plut. — пасть духом;
    ἐκπεσεῖν τοῦ λόγου Aeschin. — сбиться в речи

    13) изгоняться
    

(ὑπό τινος Her., Thuc.; ἐκ τῆς Ἑλλάδος ἐκπίπτοντες Thuc.; τῶν οἰκιῶν ἐκπεπτωκότες Xen.; τῆς πατρίδος Plut.)

    οἱ ἐκπεσόντες Thuc. и οἱ ἐκπεπτωκότες Plut. — изгнанники;
    ἐκπεσεῖν τῆς βουλῆς Plut. — быть исключенным из сената;
    τῶν πολεμίων ἐκπεσόντων Plut. — после изгнания неприятеля (ср. 5)

    14) распространяться, становиться известным
    

ἐκπεσεῖν εἰς ἀνθρώπους Plat. — стать достоянием людей, т.е. общеизвестным;

    φωνέ ἐξ ἄλσους ἐξέπεσε Plut. — из рощи раздался голос

    15) (об оракулах и т.п.) даваться, объявляться
    

(οἱ νῦν ἐκπίπτοντες χρησμοί Luc.; ἐκπίπτει χρησμὸς ποιεῖν τι Diog.L.)

    ταύτης τῆς ἀποκρίσεως ἐκπεσούσης Polyb. — когда был объявлен этот ответ

    16) переходить, превращаться
    

(ἥ στάσις φιλία - v. l. ἐς φιλίαν - ἐξεπεπτώκει Thuc.; εἰς ἀλλότριον εἶδος Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "εκπιπτω" в других словарях:

  • εκπίπτω — εκπίπτω, εξέπεσα βλ. πίν. 141 Σημειώσεις: εκπίπτω : μόνο ως αμετάβατο, π.χ. οι φόροι εκπίπτουν. Η χρησιμοποίηση του ρ. ως μεταβατικού (εκπίπτω κάτι) είναι λαθεμένη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek

  • ἐκπίπτω — ἐκπί̱πτω , ἐκπίτνω pres subj act 1st sg ἐκπί̱πτω , ἐκπίτνω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • παρεκπίπτω — Α [εκπίπτω] 1. πέφτω έξω, γίνομαι επικλινής, παρεκκλίνω 2. (για λέξη) εκπίπτω κατά τύχη, μένω έξω 3. ορμώ σε κάτι («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῑν», Φίλ. Βελοπ.) …   Dictionary of Greek

  • διεκπίπτω — (Μ διεκπίπτω) [εκπίπτω] μσν. νεοελλ. (για παροιμίες, φράσεις, λέξεις κ.λπ.) παίρνω άλλη σημασία, διαμορφώνομαι αρχ. 1. εξέρχομαι, ξεφεύγω μέσα από κάτι 2. διαφεύγω, ξεφεύγω 3. αφιδρώνω 4. καταφεύγω («φυγεῑν ἐκ Κορίνθου καὶ διεκπεσεῑν εἰς Θήβας»)… …   Dictionary of Greek

  • εκπίτνω — ἐκπίτνω (Α) βλ. εκπίπτω …   Dictionary of Greek

  • κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • προεκπίπτω — Α 1. προηγούμαι, προπορεύομαι 2. (για όργανα τού σώματος) παθαίνω πρόπτωση («τὸ αἰδοῑον προεκπίπτοι», Ιππιατρ.) 3. βγαίνω από τα όρια, ξεπερνώ το μέτρο 4. διαδίδομαι, κοινολογούμαι προηγουμένως («λαλιά δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῡσα πλήθος ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • προσεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. (για τα νεύρα και τις σάρκες) μαραίνομαι, νεκρώνομαι («τῶν νεύρων προσεκπεσουμένων», Ιπποκρ.) 2. μτφ. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ («μυθῶδες τὸ πλάσμα καὶ εἰς πᾶν προσεκπῑπτον τὸ ἀδύνατον», Λογγίν.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»